- Πτολεμαικός
- Πτολεμαϊκός , Πτολεμαικόςof Ptolemymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτολεμαϊκός — ή, ό / πτολεμαϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πτολεμαῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πτολεμαίο Α ή στη δυναστεία τών Πτολεμαίων τής Αιγύπτου (α. «πτολεμαϊκοί χρόνοι» β. «ὅπλων πτολεμαϊκών τὰ κράτιστα», ΠΔ γ. «πτολεμαϊκὸν νόμισμα», πάπ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Πτολεμαικά — Πτολεμαϊκά , Πτολεμαικός of Ptolemy neut nom/voc/acc pl Πτολεμαϊκά̱ , Πτολεμαικός of Ptolemy fem nom/voc/acc dual Πτολεμαϊκά̱ , Πτολεμαικός of Ptolemy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαικῶν — Πτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικός of Ptolemy fem gen pl Πτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαικόν — Πτολεμαϊκόν , Πτολεμαικός of Ptolemy masc acc sg Πτολεμαϊκόν , Πτολεμαικός of Ptolemy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek
Πτολεμαικοῖς — Πτολεμαϊκοῖς , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαικοί — Πτολεμαϊκοί , Πτολεμαικός of Ptolemy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαικοῦ — Πτολεμαϊκοῦ , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαικούς — Πτολεμαϊκούς , Πτολεμαικός of Ptolemy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαικάς — Πτολεμαϊκά̱ς , Πτολεμαικός of Ptolemy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)